- σωλάριον
- τὸ, ΜΑμέρος κτηρίου με άφθονο ηλιακό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. solarium (< sol, solis «ήλιος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωλαρίῳ — σωλάριον solarium neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)